Αφιερωμένο σε όλους αυτούς που νιώθουν μοτοσυκλετιστές ¶
Από: galileos στις 04/11/2011 2:26 μμ.
Γύρος Καναδά - Απρίλιος 2002
Το κάθισμα του συνεπιβάτη της μοτοσυκλέτας ήταν τόσο ψηλό ώστε μπορούσα να βλέπω ίσα ίσα πάνω από τους ώμους του πατέρα μου. Αυτή η σέλα, ήταν ο θρόνος μου! Ο μπαμπάς μου και εγώ έχουμε ταξιδέψει πολλές φορές από δευτερεύοντες δρόμους και πάντα ψάχναμε να βρούμε έναν που δεν έχουμε ξαναπεράσει. Ταξιδεύαμε σε αυτούς τους δρόμους ακριβώς για να δούμε πού πήγαιναν. Ποτέ με βιασύνη. Απλά να ήμαστε το βράδυ σπίτι για το δείπνο.
Θυμάμαι μια περιπλάνηση με τον πατέρα μου σε έναν τέτοιο δευτερεύοντα δρόμο, καθισμένος πάνω στο θρόνο μου βλέποντας τα δέντρα να περνάνε και να ακούω το μοτέρ από κάτω μας που γουργούριζε σαν μια ευτυχισμένη τεράστια γάτα. Μια μοτοσυκλέτα ερχόταν πάνω από την κορυφή του λόφου προς το μέρος μας και καθώς περνούσε ο πατέρας μου σήκωσε το χέρι που ήταν από την μεριά του συμπλέκτη και τον χαιρέτησε. Ο άλλος μοτοσυκλετιστής ανταπέδωσε με τον ίδιο φιλικό τρόπο.
Χτύπησα τον ώμο του πατέρα μου, που το είχαμε ως σινιάλο όταν ήθελα να του πω κάτι. Γύρισε ελαφρώς το κεφάλι του προς το πλάι, ίσα για να μπορέσει να με ακούσει έχοντας πάντα τα μάτια του στο δρόμο.
Φώναξα, "Τον ξέρουμε αυτόν?"
»« Τι? "φώναξε.
«Τον χαιρέτησες. Ποιος ήταν αυτός?
«Δεν ξέρω. Απλά ένας άλλος τύπος σε μια μοτοσυκλέτα. Γι 'αυτό τον χαιρέτησα."
"Γιατί?"
"Έτσι κάνουν όλοι. Είναι σημαντικό."
Αργότερα, όταν είχαμε σταματήσει για παγωτό σοκολάτα, ρώτησα γιατί ήταν σημαντικό να χαιρετάς άλλους μοτοσυκλετιστές. Ο πατέρας μου προσπάθησε να εξηγήσει πώς ο χαιρετισμός δείχνει την συντροφικότητα και την αμοιβαία κατανόηση του πόσο ωραίο είναι να οδηγείς μια μοτοσικλέτα. Έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψει πώς όλοι σχεδόν οι μοτοσυκλετιστές παλεύουν καθημερινά με τα ίδια πράγματα όπως το κρύο, η βροχή, η ζέστη, τους οδηγούς αυτοκινήτων οι οποίοι δεν τους βλέπουν. Αλλά παρόλα αυτά η οδήγηση της μοτοσυκλέτας τους παραμένει μια σχεδόν αγνή απόλαυση.
Ήμουν νέος τότε και δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα πραγματικά τι προσπάθησε να μου μεταδώσει, αλλά ήταν μια αρχή. Κατόπιν, πάντα χαιρετούσαμε μαζί με τον πατέρα μου, όταν βλέπαμε άλλους μοτοσυκλετιστές.
Θυμάμαι ένα κρύο πρωινό του Οκτώβρη, όταν τα σύννεφα ήταν βαριά και σκοτεινά δίνοντάς μας μια ακόμα ένδειξη ότι ο χειμώνας έρχεται καβάλα στον ορίζοντα. Ο πατέρας μου και εγώ ήμασταν ζεστοί μέσα στο αυτοκίνητό μας καθώς κατευθυνόμασταν προς το σπίτι ενός φίλου. Λίγο πριν φτάσουμε εκεί, είδαμε μια μοτοσικλέτα σταθμευμένη στην άκρη του δρόμου. Περνώντας μπροστά από τη μοτοσυκλέτα, είδαμε τον αναβάτη να περπατάει μέσα σε μία τάφρο με ψηλά χόρτα, και έδειχνε ότι κρύωνε. Εμείς σταματήσαμε πιο πάνω και πήγαμε με τα πόδια εκεί που βρισκόταν η μοτοσυκλέτα.
Ρώτησα τον μπαμπά, "Ποιος είναι αυτός?"
«Δεν ξέρω», απάντησε. "Αλλά φαίνεται να έχει χάσει κάτι. Ίσως να μπορούμε να τον βοηθήσουμε."
Αφήσαμε το αυτοκίνητο και περπατήσαμε μέσα στα ψηλά χόρτα της τάφρου μέχρι τον μοτοσυκλετιστή. Είπε ότι είχε χάσει το ένα γάντι του. Οι τρεις μας περάσαμε κάποιο χρονικό διάστημα ψάχνοντας στην τάφρο για το γάντι, αλλά τα μόνα που βρήκαμε ήταν δύο άδεια κουτιά και ένα πλαστικό μπουκάλι νερό.
Ο πατέρας μου γύρισε και τράβηξε πίσω προς το αυτοκίνητό μας και τον ακολούθησα. Άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ και έριξε τα κουτιά και το μπουκάλι του νερού σε ένα μικρό κουτί σκουπιδιών. Ψάχνοντας ανάμεσα σε διάφορα πράγματα, μεταξύ διαφόρων εργαλείων, δοχείων λαδιών και ενός δοχείου υγρού καθαριστικού για παρμπρίζ, βρήκε ένα παλιό τσαλακωμένο ζευγάρι καφέ δερμάτινα γάντια. Ο μπαμπάς μου τα τράβηξε έξω και μου τα έδωσε να τα κρατήσω. Συνέχισε να ψάχνει ώσπου βρήκε ένα παλιό κατάλογο. Κατάλαβα γιατί ο μπαμπάς μου είχε δώσει τα γάντια. Όμως δεν είχα ιδέα τι επρόκειτο να κάνει με τον κατάλογο. Γυρίσαμε πάλι πίσω στο μοτοσυκλετιστή που βάδιζε ακόμη μες την τάφρο ψάχνοντας.
Ο μπαμπάς μου είπε, "Αυτά τα γάντια είναι για σένα. Κι εγώ του έδωσα τον κατάλογο επίσης."
«Ευχαριστώ», απάντησε. Το εκτιμώ πραγματικά αυτό που κάνετε. "Έψαξε στην τσέπη του και έβγαλε ένα φθαρμένο μαύρο πορτοφόλι.
«Επιτρέψτε μου να σας δώσω κάποια χρήματα για τα γάντια», είπε καθώς έβγαλε κάποια χαρτονομίσματα έξω.
"Όχι ευχαριστώ," απάντησε ο μπαμπάς μου στον μοτοσυκλετιστή. «Είναι παλιά και δεν αξίζουν τίποτα έτσι κι αλλιώς."
Ο μοτοσυκλετιστής χαμογέλασε. "Ευχαριστώ πολύ." Έβαλε τα παλιά γάντια και κατέβασε το φερμουάρ στο μπουφάν του. Τότε πρόσεξα ότι ο πατέρας μου έβαλε τον κατάλογο μέσα από το μπουφάν του. Το κεντράρισε ψηλά στο στήθος του. Θυμάμαι πως μόνο τότε κατάλαβα επιτέλους γιατί ο πατέρας μου είχε δώσει τον κατάλογο στον μοτοσυκλετιστή. Θα τον κρατούσε λίγο πιο ζεστό ο κατάλογος. Αφού του ευχηθήκαμε να είναι καλά, ο πατέρας μου και 'γω γυρίσαμε στο αυτοκίνητό μας, αφήνοντας τον μοτοσυκλετιστή να ζεσταίνει την μοτοσυκλέτα του.
Δύο εβδομάδες αργότερα, ο μοτοσυκλετιστής ήρθε στο σπίτι μας και επέστρεψε τα γάντια του πατέρα μου. Είχε βρεί τη διεύθυνση μας από τον κατάλογο. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο πατέρας μου θα σταματούσε να βοηθήσει έναν ξένο δίνοντας του μάλιστα ένα ζευγάρι γάντια, και κατόπιν ο ξένος θα ψάξει να βρει που μένει αυτός που του τα έδωσε ώστε να του τα επιστρέψει! Ήταν πράξεις συνηθισμένες μεταξύ των μοτοσυκλετιστών. Για μένα, ήταν ακόμα ένα "λεπτό" μάθημα.
Ήταν άνοιξη του επόμενου έτους όταν ήμουν πάνω στη σέλα του συνεπιβάτη...στον θρόνο μου δηλαδή... βλέποντας τα χωράφια να περνάνε, όταν είδα δύο μοτοσυκλέτες να έρχονται προς εμάς. Δεδομένου πια ότι γνώριζα από το παρελθόν τι έπρεπε να κάνουμε, εγώ και ο πατέρας μου τους χαιρετήσαμε, αλλά αυτοί, φορώντας γυαλιά ηλίου κράτησαν το κεφάλι τους στην ευθεία αγνοώντας μας. Θυμάμαι ότι λογικά πρέπει να μας είχαν δει που τους χαιρετούσαμε επειδή η κίνηση των χεριών μας ήταν χαρακτηριστική! Γιατί αυτοί δεν μας χαιρέτησαν? Νόμιζα ότι όλοι οι μοτοσυκλετιστές χαιρετούν ο ένας τον άλλον!
Χτύπησα τον πατέρα μου στον ώμο του και φώναξα, "Πως και δεν μας χαιρέτησαν αυτοί?"
"Δεν ξέρω. Μερικές φορές δεν το κάνουν."
Θυμάμαι που προβληματίστηκα πολύ. Γιατί κάποιος να μην σου ανταποδώσει τον χαιρετισμό σου?
Αργότερα εκείνο το καλοκαίρι που έφτασα τα 12, έμαθα πώς να οδηγώ ένα μηχανάκι με συμπλέκτη. Πέρασα πολλά απογεύματα δίπλα στο σπίτι μας, κλωτσώντας και κλωτσώντας την μανιβέλα για να πάρει μπροστά του πατέρα μου η BSA του '55. Όταν επιτέλους έπαιρνε μπροστά, συγκέντρωνα την προσοχή μου στο πως θα αφήσω σιγά σιγά τον συμπλέκτη δίνοντας ακριβώς όσο γκάζι χρειαζόταν για να ξεκινήσω ομαλά. Τις περισσότερες φορές δεν το κατάφερνα και η μοτοσυκλέτα σκορτσάριζε ενώ εγώ προσπαθούσα να κρατήσω το μπροστινό τροχό στην ευθεία και να θυμηθώ να ανεβάσω τα πόδια μου επάνω. Λίγα μέτρα πιο πέρα μου έσβηνε κι άρχιζα πάλι τις κλωτσιές για να πάρει μπροστά.
Δύο χρόνια αργότερα, ο μεγαλύτερος αδερφός μου άρχισε να κάνει αγώνες ταχύτητας και εγώ έγινα ένας "αρουραίος" της πίστας. Είχαμε περάσει πολλά Σαββατοκύριακα με το να περιφερόμαστε σε διάφορες πίστες στο Οντάριο στο Harewood, στο Mosport και στη Shannonville. Αυτά ήταν τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας των πράσινων δίχρονων τρικύλινδρων 750 κυβικών Kawasaki, της Yvon Duhamel και το μεράκι του Steve Baker.
Στη συνέχεια όμως, άρχισα να έχω κι άλλα ενδιαφέροντα εκτός από την πίστα. Πήρα την άδεια οδήγησης για την μοτοσικλέτα μου και άρχισα να περιφέρομαι στους δευτερεύοντες δρόμους μόνος μου πια. Έπιανα τον εαυτό μου να σταματάει κάθε φορά όταν έβλεπα μοτοσυκλετιστή σταματημένο στην άκρη του δρόμου μήπως χρειάζεται βοήθεια. Επίσης συνέχιζα να χαιρετάω κάθε μοτοσυκλετιστή που έβλεπα στο δρόμο.
Παρόλα αυτά ακόμα ήμουν μπερδεμένος στο θέμα γιατί γιατί κάποιοι αναβάτες δεν ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό σου. Μου άφηνε πάντα ένα αίσθημα απόρριψης όταν συναντιόμασταν κι εγώ του κουνούσα το χέρι, αλλά αυτός το κρατούσε στην θέση του.
Άρχισα να απευθύνομαι στους φίλους μου για τον χαιρετισμό. Μίλησα με ανθρώπους που γνώρισα σε εκδηλώσεις μοτοσυκλέτας, ζητώντας τις απόψεις τους. Οι περισσότεροι από τους αναβάτες μου είπαν ότι χαιρετούσαν τους άλλους μοτοσικλετιστές κάνοντας τη φιλική "χειραψία" κουνώντας το χέρι στον αέρα.
Συνάντησα κάποιους αναβάτες, όμως, οι οποίοι μου είπαν ότι δεν χαιρετούσαν άλλους αναβάτες επειδή θεωρούσαν ότι ήταν διαφορετικοί. Θεωρούσαν ότι αυτοί ήταν «μια άλλη φυλή" .Ένας τύπος που δεν χαιρετούσε μου είπε ότι το είδος των μοτοσυκλετιστών σαν κι αυτόν ήταν να είναι σκληροί, ανεξάρτητοι, και ότι δεν χρειάζονται τη βοήθεια κανενός, ακόμα κι αν οδηγεί μοτοσυκλέτα.
Υποπτεύομαι πως υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι αγόρασαν μια μοτοσυκλέτα γιατί ήθελαν να "αγοράσουν" την εικόνα του σκληρού, του ανεξάρτητου, του "δεν είμαι σαν τους άλλους", αλλά δεν πίστεψα ότι αυτό ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα των περισσότερων αναβατών!
Οι άνθρωποι αγοράζουν μοτοσυκλέτα για διαφορετικούς λόγους. Μερικοί αρχίζουν με την μία να σου λένε τι κάνει η μοτοσυκλέτα τους, πόσο πλήρωσαν για να την αναβαθμίσουν, ή πόσο γρήγορα την οδηγούν. Το brand name της κάθε φίρμας είναι πολύ σημαντικό γι' αυτούς και ειδικά σε εκείνους που έχουν Harley, ή Ford, ή Sony, ή Nike ή οτιδήποτε άλλο. Μερικοί άνθρωποι θέλουν να αγοράσουν μια εικόνα προσπαθώντας να αγοράσουν ταυτόχρονα την αντίληψη των άλλων ατόμων γι' αυτούς. Αλλά δεν μπορούν να το κάνουν. Ελπίζουν ότι μπορούν, αλλά δεν μπορούν.
Υπάρχει επίσης μια ομάδα ανθρώπων που οδηγούν μοτοσυκλέτα, που πραγματικά είναι μια «άλλη φυλή» Τους αρέσει να μαστορεύουν μόνοι τις μοτοσυκλέτες τους, τόσο μηχανικά όσο και εμφανισιακά. Θέλουν να βάζουν πάνω στη μοτοσυκλέτα, την δική τους πινελιά, ώστε να παίρνει εντελώς έναν προσωπικό τόνο και να μην μοιάζει με άλλη.
Δεν τους νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι άνθρωποι. Δεν τους νοιάζει να μάθουν πόσο πλήρωσες για τη μοτοσυκλέτα σου ή πόσο γρήγορα μπορεί να πάει. Η μοτοσυκλέτα γι' αυτούς σημαίνει περισσότερα πράγματα από οτιδήποτε άλλο. Οδηγούν μόνο γι' αυτούς και για κανέναν άλλον. Δεν τους ενδιαφέρει να ξέρουν οι άλλοι ότι έχουν μοτοσυκλέτα. Δεν μπορούν να βρουν λόγια για να περιγράψουν τι σημαίνει να οδηγείς μοτοσυκλέτα, αλλά αυτοί το ξέρουν πολύ καλά. Δεν μπορούν να βρουν λόγια να εξηγήσουν τι σημαίνει να αισθάνεσαι την ομαλή επιτάχυνση και τη δύναμη από κάτω σου. Αλλά αυτοί την καταλαβαίνουν.
Αυτοί είναι οι μοτοσυκλετιστές που παρκάρουν την μοτοσυκλέτα τους και αρχίζουν να απομακρύνονται. Μετά σταματούν, γυρίζουν και κοιτάζουν πίσω. Βλέπουν κάτι όταν κοιτάζουν τις μοτοσυκλέτες τους, που άλλοι δεν μπορούν να δουν. Κάτι πιο σύνθετο, κάτι που είναι σχεδόν μυστικό, κάτι που το διαισθάνονται και δεν είναι γνωστό. Βλέπουν το πάθος τους. Βλέπουν σε εκείνες ένα μέρος του εαυτού τους.
Αυτοί είναι οι αναβάτες που κατανοούν γιατί πρέπει να χαιρετάς τους άλλους μοτοσυκλετιστές. Που απολαμβάνουν τον χαιρετισμό γιατί συμβολίζει τη σύνδεση μεταξύ των μοτοσυκλετιστών. Κι όταν σε δουν με τη μοτοσυκλέτα σου στην άκρη του δρόμου, θα σταματήσουν να σε βοηθήσουν. Αλλά και να μην μπορούν να το κάνουν, θα σταματήσουν μόνο για να ρωτήσουν το όνομά σου. Καταλαβαίνουν ότι αντιμετωπίζεις κι εσύ τα ίδια κάθε φορά που παίρνεις την μοτοσυκλέτα σου για μια βόλτα ή ένα ταξίδι. Ξέρουν ότι έρχεσαι αντιμέτωπος με τον οδηγό του αυτοκινήτου που δεν σε βλέπει, τον οδηγό που θα σε χτυπήσει από πίσω, τις λακκούβες που σε περιμένουν κρυμμένες πίσω από τη στροφή, την βροχή, το κρύο!
Έχω ιδρώσει και έχω παγώσει για περισσότερα από 40 χρόνια πάνω σε μοτοσυκλέτα. Οι περισσότεροι από τους αναβάτες που συναντιόμουν όλα αυτά τα χρόνια, με χαιρετούσαν. Μ 'αρέσει όταν βλέπω έναν νεώτερο αναβάτη με έναν "πύραυλο" ανάμεσα στα πόδια του που ουρλιάζει, να περνάει και να με χαιρετάει! Νέοι αναβάτες που μεταφέρουν στην επόμενη γενιά τις παραδόσεις.
Κι εγώ θα συνεχίσω τις προσπάθειές μου για να φέρω τον έναν μοτοσυκλετιστή πιο κοντά στον άλλον χαιρετώντας τους με ανυψωμένο το αριστερό μου χέρι. Και αν δεν μου ανταποδώσουν τον χαιρετισμό όταν θα τους περνάω, θα τους χαμογελάω λίγο περισσότερο ακόμα. Γιατί μπορεί να κάνουν λίγο λάθος σχετικά με το ποια είναι ακριβώς η "ξεχωριστή φυλή"
Πηγή: http://www.mybike.gr